|
мед. страдающий мегалокефалйей #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово страдающий мегалокефалйей? — μεγαλοκέφαλος как с (ново)греческого переводится слово μεγαλοκέφαλος? — страдающий мегалокефалйей — αποχρεμπτικός — χνοάζω — αχόλιαγος — ανεμόκουνι — γλυφόνερο — υδροκίνητος — Κεραμεικός — αποφρακτήρας — υπερπροστασία — τρίκρανο — δημηγορία — τσικλητάρα — αμόντε — λησμονημένος — μήνουρος — προφύλαγμα — μουνουχισμένος — ετερόγαμος — ηλιόβολος — ενετήρας — σκαφίδι |
|||