|
το физ. осмометр #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово осмометр? — ωσμόμετρο как с (ново)греческого переводится слово ωσμόμετρο? — осмометр — τσικνίζω — δώσε — μίανσις — κανονίδι — πισινά — απολύομαι — ακροστόμιον — σμηναρχία — φιλοτεκνία — εμβολίαση — απείραστος — αλληλοπρόγονα — πατριμόνιο — δευτεροβάθμιος — κακοσήμαδος — γρασαδόρος — λέλεκας — εμβρυώδης — ξενοκοιμούμαι — προγνωστικό — αναδοσιά |
|||