|
(-άδος) η пара; чета #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пара? — δυάς как на (ново)греческом будет слово чета? — δυάς как с (ново)греческого переводится слово δυάς? — пара, чета — χόχλος — αντιπαθώ — στωμύλος — υδατοσκοπία — σουσαμάτος — μπαγλάρωμα — διερωτώμαι — διαθέτω — γέρουκας — ακόλλητος — σκηνίτης — τρίμηνος — εντατικοποίηση — υδρογονάνθραξ — μεταρσιώνω — φοβητσιάρης — εισδοχή — σφαγιάζω — καταχώνιασμα — παλιανθρωπιά — εννεαπλασιάζω |
|||