|
не капитулировавший #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово не капитулировавший? — ασυνθηκολόγητος как с (ново)греческого переводится слово ασυνθηκολόγητος? — не капитулировавший — αδρανοποιούμαι — αφιλόκαλος — οχυρωμένος — ανέκδοτο — αλάργα — ανταξιώνω — γαστροτομία — εξαφάνιση — ανασκέλωμα — σύμπαν — άληκτος — κανάγισσα — Αλγερίνος — εφετινός — αδράνεια — επανοπλίζω — φουρνόφτυαρο — αυτόθι — ετούτος — παρορεξία — ανυποστήριχτος |
|||