|
το 1) полотенце; 2) салфетка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово полотенце? — χειρόμακτρον как на (ново)греческом будет слово салфетка? — χειρόμακτρον как с (ново)греческого переводится слово χειρόμακτρον? — полотенце, салфетка — επέταξα — προπαγανδίζω — κατοικισμός — χρωστήρας — βυρσοδεψεία — κουρβουλιάζω — διπλαριά — μικροαστικός — διαβρωσιγενής — μορφιά — αλληλοδιδασκαλία — αποστακτικός — ελληνόφωνος — ποταμόχωστος — εμπορείο — καλλιγράφω — αντιμάχομαι — πλοηγία — αεροπλανοφόρο — λιθογραφικός — εξολκέας |
|||