χειρόμακτρον

формы словаβ
χειρόμακτρον
το 1) полотенце;
2) салфетка



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово полотенце? — χειρόμακτρον
как на (ново)греческом будет слово салфетка? — χειρόμακτρον
как с (ново)греческого переводится слово χειρόμακτρον? — полотенце, салфетка


επέταξαπροπαγανδίζωκατοικισμόςχρωστήραςβυρσοδεψείακουρβουλιάζωδιπλαριάμικροαστικόςδιαβρωσιγενήςμορφιάαλληλοδιδασκαλίααποστακτικόςελληνόφωνοςποταμόχωστοςεμπορείοκαλλιγράφωαντιμάχομαιπλοηγίααεροπλανοφόρολιθογραφικόςεξολκέας




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit