|
η приспособляемость; η ~ τού οργανισμού — приспособляемость организма #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово приспособляемость? — προσαρμοστικότητα как с (ново)греческого переводится слово προσαρμοστικότητα? — приспособляемость — κανίβαλος — βροχερός — ξύστρισμα — καμπυλόμετρο — πολυωνυμικός — άλμα — κακομίλημα — πουλάδα — περιαδράχνω — αρχιπέλαγος — πανώλη — διεκπεραιώτρια — προφυλάσσομαι — μονέδα — ορκωμοσία — βωλοστροφω — υπομηχανικός — ριγανόλαδο — πεδιάδα — κεραυνοβολία — εχινώδης |
|||