|
ужасно, невероятно; είναι ~ τσιγκούνης — [phrase]он невероятно скупой[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ужасно? — τρομερά как на (ново)греческом будет слово невероятно? — τρομερά как с (ново)греческого переводится слово τρομερά? — ужасно, невероятно — διαμετρικός — νοσηρός — ρηξιγενής — εξεβλάστησα — γείσωμα — έκχυτος — ρασιοναλισμός — φυτοκόμος — θεονήστικος — ακατέβαστος — Μαλαισία — επερωτώ — φασιστής — τσουρουφλίζω — πρωτόγεννος — τομαριστής — ζατρικιστης — αντιλογήτικος — απρόσληπτος — φορολογώ — διακελεύομαι |
|||