|
αι 1) заход (о светилах); закат (тж. перен.); 2) запад; ~ του βίου — старость; 3) геогр. : πρός ~άς — а) с запада; б) на запад; εκ ~ών — с запада #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово заход? — δυσμαί как на (ново)греческом будет слово закат? — δυσμαί как на (ново)греческом будет слово запад? — δυσμαί как с (ново)греческого переводится слово δυσμαί? — заход, закат, запад — ναυλάριθμος — πολυσήμαντος — αναχορήγηση — ανεπιβούλευτος — φαρμακοκινητικός — στριφτάλι — οστρακόδερμος — απολογητικός — φεγγαρίσιος — πώς — ληψοδοσία — ανατροχάζω — βαμμένος — γεωφυσική — συγκατοικία — αντρόγυνο — νεάζω — επισμηνίας — αγροκαλλιέργεια — διπλοκάμπανο — αλλαντοποιία |
|||