|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово έλαιο? — — αιματοσπερμία — ακουμπιστήρι — μύξης — ασφαλιστήριος — Κυπριώτης — ψειρίζω — φύλαρχος — σμαλτωμένος — καλόκαρδος — χαλκευτήριον — αδικοθάνατος — εξομοίωση — όφελος — βελτίωση — ξεκολοκαιριάζω — ολιγοκύτταρος — εκδικητικός — περιπόθητος — προσωποληπτώ — βουτήχτρα — αμφορέας |
|||