|
(αόρ. αδικογέρασα) преждевременно стареть #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово преждевременно стареть? — αδικογεράζω как с (ново)греческого переводится слово αδικογεράζω? — преждевременно стареть — μαλαστούπα — φάραγγας — μεταστάθμευση — ακριβαγάπητος — διακλάδωση — λιθόκολλα — κουφό — κακοπόδαρος — εκμαυλίστρια — ευκαρπία — καρμίρης — αλληλοσκοτωμός — γαλότζα — μεροδουλεύτρα — φυλακτικά — δουλάκι — πτυχιούχος — εξουσία — παρατηρητικός — σπιτικός — υστεροσκόπιον |
|||