|
продуктивно; эффективно #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово продуктивно? — παραγωγικά как на (ново)греческом будет слово эффективно? — παραγωγικά как с (ново)греческого переводится слово παραγωγικά? — продуктивно, эффективно — ατζαμίδισσα — προνευστάζω — γαστρεντερίτιδα — κεραύνωση — τραπέζι — διώξιμο — γλουτός — ξεφορμάρω — ήσκιος — εισρέω — απογοήτευση — λιθοβολώ — δεξύς — πλανώ — εντροπή — θρέφω — αλλαξοθρησκεία — πλάνταγμα — αλληλουχία — εξεταστικός — υαλόφραγμα |
|||