|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καψαλισμένος? — — κασιδιάρα — ανεξίτηλο — αποθησαυρισμός — βαρώμι — χερικό — ερινασμός — αρρενωπό — όχλος — αργώνω — σοκολατίνα — γιάσμα — στραβοπατώ — εγκληματικότητα — πιγγουίνος — πατριαρχεία — μοναδικότητα — τριμερής — μαγεία — υπερεκχείλιση — σπειραματικός — αμόλευτος |
|||