|
το 1) флакон; 2) ампула #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово флакон? — φιαλίδιο как на (ново)греческом будет слово ампула? — φιαλίδιο как с (ново)греческого переводится слово φιαλίδιο? — флакон, ампула — καταυλισμός — ευκλεής — ανδραδέλφη — ανισορροπία — ασιώπητος — γιδοτόμαρο — γιγαντοαφίσα — ρυπαρός — ξεχωνιάζω — αντιπροσώπευση — χοιρόδερμα — κοχλιοφόρος — αμετακίνητος — προμέρισμα — αγγόνι — ανήλθον — δίλοφος — ενήψα — οκτακόσιοι — συνορεύω — τορνευτικός |
|||