Новогреческий словарь
σχολιό
σχολιό
школа; училище
;
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
школа
? —
σχολιό
как на
(ново)греческом
будет слово
училище
? —
σχολιό
как с
(ново)греческого
переводится слово
σχολιό
? — школа, училище
#
(ново)греческий словарь
—
αλειμματοκήριον
—
ανθρωπολατρικός
—
εναντιογνωμώ
—
παραγνώρισμα
—
ημιγονυπετής
—
περδουκλώνω
—
σχετικότητα
—
ανημπόρευτος
—
κρεμασμένος
—
αποδοτικός
—
ζύμωμα
—
ανοπόβλητος
—
αφομοίωση
—
υπόνομος
—
λογικό
—
κρεμαστός
—
παίξιμο
—
διαστρεβλωτής
—
εισόρμηση
—
πευκόδασος
—
εμπασμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве