Новогреческий словарь
τιμητικός
τιμητικός
почётный
;
~ή φρουρά — почётный караул
;
~ τίτλος — почётное звание
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
почётный
? —
τιμητικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
τιμητικός
? — почётный
#
(ново)греческий словарь
—
δειλιάζω
—
αλλαξοφεγγαριά
—
γνωστοποιούμαι
—
αμάγγωτος
—
χαλάρωμα
—
βουτυρόγαλο
—
ακασσιτέρωτος
—
εφταήμερος
—
οπωροσάκχαρο
—
διεκφυγή
—
αρνησίθεος
—
απόκοττος
—
μονότερμα
—
χειρίδα
—
εγχελυς
—
βαφτισιμιά
—
αδιατρύπητος
—
αποκλειστικός
—
ιδιαιτέρως
—
αγοράζω
—
παρακινητής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве