|
το инструмент для полировки #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово инструмент для полировки? — γυαλιστήρι как с (ново)греческого переводится слово γυαλιστήρι? — инструмент для полировки — λιθανθρακόπισσα — δακτυλογραφικός — εκκολάπτω — αμάθητος — αισχύνη — γαστροεντερικός — αιμοδότης — ποδιστά — εξάμετρος — τίνος — δολιοφθορά — ανάθελος — αμόνοιαστα — κούρσα — απολαύω — προβολικός — αντρίκειος — απόκοντα — χιονοστρόβιλος — αρρενωπός — απαχθείς |
|||