Новогреческий словарь
φευγατίζω
φευγατίζω
способствовать побегу
(кого-л.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
способствовать побегу
? —
φευγατίζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
φευγατίζω
? — способствовать побегу
#
(ново)греческий словарь
—
ρητινέλαιο
—
φουμαδόρος
—
στρατολογικός
—
ελεφαντουργία
—
δεδικασμένος
—
βαρικός
—
διακεχυμένος
—
σταλία
—
απαντημένος
—
ρετάλια
—
αμαύρωμα
—
αναπόδιασμα
—
διασκεδαστικός
—
εξακουσμένος
—
βεργοστέφανο
—
πιστωτής
—
ποιμνιοστάσιο
—
αλφαβητίζω
—
κότσυφας
—
αργομιλώ
—
επτακισχίλιοι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве