Новогреческий словарь
επιδοκιμασία
επιδοκιμασία
η
одобрение
;
έχω τήν ~ — встречать одобрение
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
одобрение
? —
επιδοκιμασία
как с
(ново)греческого
переводится слово
επιδοκιμασία
? — одобрение
#
(ново)греческий словарь
—
αίτημα
—
σαχλός
—
λασπώνομαι
—
μύστης
—
εκρηξιγενής
—
γλειψιματίας
—
δεξιούμαι
—
αειπάρθενος
—
όρτυξ
—
αρπιστής
—
επέχω
—
Ισπανή
—
ξαναφκιάνω
—
εξώσφαιρα
—
λόγχισμα
—
γουρουνιά
—
εμβλαστάνω
—
εξήντα
—
ανάπλωτος
—
μολοντούτο
—
νυχτοκόπημα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве