|
η одобрение; έχω τήν ~ — встречать одобрение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово одобрение? — επιδοκιμασία как с (ново)греческого переводится слово επιδοκιμασία? — одобрение — πρόωση — κοντόθωρος — διδακτός — ντίπ — μερμήγκι — λόρδωση — διωστήρας — αρζαντό — βαθύπεδο — λιγόχρονος — εξεναντίας — ξυλοτρύπανο — ηλιοστάσι — αγιολόγιον — κατασβεστήρας — κιμαδιάζω — ημιάγριος — αποστηματώδης — λινοστολή — αποσταθεροποιητικά — εφεδρεία |
|||