|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πιεσμένος? — — καινουργής — καρδιοκλέφτης — κριθάρι — εγγλεζοπούλα — φιλόφρων — κομπολόγι — διπλωματούχος — χαστουκώνω — μόνος — αγέρας — αρσενικώδης — ανέπτην — συκάς — μεσόβαθρο — αποχρωματίζω — πρώτιστος — εκατοντάκις — μορφή — μετάνια — παρορεξία — διαπλάσσω |
|||