|
η воен. обоз; ~ τροφίμων — продовольственный обоз #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обоз? — εφοδιοπομπή как с (ново)греческого переводится слово εφοδιοπομπή? — обоз — ισχυόμετρο — θαλασσόλυκος — ανέβα — ματαρχάω — ανασυσταίνω — καταβυθίζομαι — καταπιστευματοδόχος — εκχωρήτρια — κλειστοφοβία — ημιδιατροφή — τουνέλι — δαχτυλιδένιος — τοκάς — αποτύφλωση — σουτζουκάκι — μισοτελειώνω — κόκκινος — μιντέρι — τρικυμία — δασονομικός — ορυκτέλαιο |
|||