εφοδιοπομπή

формы словаβ
εφοδιοπομπή
η воен. обоз;
          ~ τροφίμων — продовольственный обоз



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово обоз? — εφοδιοπομπή
как с (ново)греческого переводится слово εφοδιοπομπή? — обоз


ισχυόμετροθαλασσόλυκοςανέβαματαρχάωανασυσταίνωκαταβυθίζομαικαταπιστευματοδόχοςεκχωρήτριακλειστοφοβίαημιδιατροφήτουνέλιδαχτυλιδένιοςτοκάςαποτύφλωσησουτζουκάκιμισοτελειώνωκόκκινοςμιντέριτρικυμίαδασονομικόςορυκτέλαιο




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit