|
η мирровое масло #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мирровое масло? — μυρρόλη как с (ново)греческого переводится слово μυρρόλη? — мирровое масло — απλωμα — ερημοδικία — σκουντούφλα — οπλασκία — σθεναρότητα — καθοδικός — παθογόνος — ατυράννητος — λαφράδα — νυγματίζω — λιθοσφαιρικός — μαθηταριό — εκλογή — αναμφισβήτητα — επιτείχισμός — ντολμαδάκι — μελετητής — εξηκονταετής — οπιομανία — δημεύσιμος — δήξ |
|||