Новогреческий словарь
δαντέλλα
δαντέλλα
η 1)
кружево
;
2)
лента
(для украшения)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
кружево
? —
δαντέλλα
как на
(ново)греческом
будет слово
лента
? —
δαντέλλα
как с
(ново)греческого
переводится слово
δαντέλλα
? — кружево, лента
#
(ново)греческий словарь
—
αιθέρας
—
αλειμματάς
—
βαθύνω
—
ακακολόγητος
—
περιθώριο
—
εξάπαντος
—
λαθραναγνώστης
—
πολεοδομία
—
υπέρμετρος
—
συμμισακάτορας
—
εξάνθημα
—
στάμνα
—
απόδαυλο
—
αγουρίδα
—
Κύπρις
—
αναφώνηση
—
δικέντρα
—
σωβινίστρια
—
μετοικεσία
—
ψηλαφητί
—
απόκλειστος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,