|
το 1) кошечка; 2) котёнок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кошечка? — γατσούλι как на (ново)греческом будет слово котёнок? — γατσούλι как с (ново)греческого переводится слово γατσούλι? — кошечка, котёнок — τρίοδος — μνημειακός — ραδιοαστρονομία — μουλλωχτός — κουφωτός — αρκουδόμουτρο — πολύγνωμος — περβέρι — βαρκάδα — χλευασμός — δαιμονίζω — συνθλίβω — επιπρόσθηση — γομώνω — ενσώματος — κομμάτι — άκροσσος — προσωποποιώ — παιδαγωγικός — γραμματισμένος — έμπηξις |
|||