|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ελικοπτεροφόρο? — — επιδικάζω — μοιχεύω — στρυμώχνω — λαφυραγώγηση — προεξοφλητικός — δομώ — ετυμολογικός — παρονομάζομαι — μακροκέφαλος — γουφάρι — γήταυρος — ουλαμός — βενζίνα — βαδιστός — πλαισιώνω — αμετασάλευτος — κουτσούρεμα — πλατύφυλλος — όψον — πολύδωρος — μολυβδασφάλεια |
|||