|
Добивается успеха #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καταφέρω? — — αδιαφέντευτος — συγχωρητικός — τρίφυλλος — δυναμικότητα — αγριόβουνο — εκμηδένιση — αγκαθάκι — αραπόπουλο — απαράκαμπτος — πόζα — μουνούχος — αμειδίαστα — ριμαδόρα — κατουρλιό — σκώψ — αμφιετηρίδα — ρόπαλο — λιάνωμα — δακτυλογραφία — κατασκευάστρια — αυτομετασχηματιστής |
|||