Новогреческий словарь
ενσπείρω
ενσπείρω
(αόρ. ενέσπειρα, παθ. αορ ενεσπάρην) прям., перен.
сеять
;
~ πανικόν (φόβον) — сеять панику (страх)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сеять
? —
ενσπείρω
как с
(ново)греческого
переводится слово
ενσπείρω
? — сеять
#
(ново)греческий словарь
—
παραμόνεμα
—
Ινδοκινέζα
—
υποπελάγιος
—
κατοπτεύω
—
εξευμενισμός
—
ακρεοφαγία
—
μπουγάτσα
—
μηλομαρμελάδα
—
προσεχτικός
—
ομορφαίνω
—
υφίσταμαι
—
ερμηνευτέος
—
φαφλατάρισμα
—
ενυδρίς
—
άτυπος
—
στροβιλίζομαι
—
πώμα
—
σουσαμωτός
—
κεντρικότητα
—
επιφυλάττω
—
μεταξοϋφαντουργία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве