|
(αόρ. ενέσπειρα, παθ. αορ ενεσπάρην) прям., перен. сеять; ~ πανικόν (φόβον) — сеять панику (страх) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сеять? — ενσπείρω как с (ново)греческого переводится слово ενσπείρω? — сеять — χιονοσκεπασμένος — ρινοπλαστική — περιφρονήτρια — σωβινισμός — δυσδιάλυτος — σωσμός — φιλονομία — σταυλίζω — χολή — δασμολογώ — γλωσσοκομπιάζω — ντίβα — ανεμβολίοστος — βλεφαρίδα — κουβαλήτρα — συνάλλαγμα — ψυχαρικός — γνεφολογώ — αγροφύλακας — δρεπανίστρια — σαλόνι |
|||