|
το 1) безошибочность; 2) непогрешимость #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово безошибочность? — αλάνθαστο как на (ново)греческом будет слово непогрешимость? — αλάνθαστο как с (ново)греческого переводится слово αλάνθαστο? — безошибочность, непогрешимость — απονερουλιάζω — ολοχρονής — αυγουστίνος — ηλεκτροφυσιολογία — απόγεμα — στέργω — γανωτής — επαρμένος — ώνια — καψούλλι — γκριζομάλλης — αεροκοπανώ — πατριωτικός — γλαροδόλωμα — ωρολογοποιός — βυθόμετρο — πλυντήριο — προσεχτικός — πορπατώ — ζυγωματικό — αποτύπωση |
|||