|
реснитчатый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово реснитчатый? — βλεφαριδοφόρος как с (ново)греческого переводится слово βλεφαριδοφόρος? — реснитчатый — ξεκοιλιάζομαι — ατασθαλία — αργεντίνικος — γαστρορραγία — σαρανταριά — συμβιβαστικότητα — εγωϊστής — ηλεκτροκινητήρας — καταπατά — αρκουδοτόμαρο — γυναικολάτρης — τρεχούμενος — μπατσαρία — λέκιασμα — γρίβος — πρασίνισμα — τετραπερασμένος — υατσίνθι — πύκνωμα — ετοιμολογία — οφθαλμολογικός |
|||