Новогреческий словарь
εννοιολογικός
εννοιολογικός
смысловой
;
~ χαρακτηρισμός τής λέξης — смысловая характеристика слова
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
смысловой
? —
εννοιολογικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
εννοιολογικός
? — смысловой
#
(ново)греческий словарь
—
ετερότοπος
—
μοναδικός
—
σκαπτικός
—
οικοδεσπότης
—
κοντοπόδαρος
—
φιλόδοξα
—
στάσιμο
—
αντώνυμο
—
ακήπευτος
—
φαρμακεύτρια
—
καλώς
—
νεκροθάπτης
—
ευκή
—
εικονομαχικός
—
μπαρουτίλα
—
υμνολόγημα
—
αναπνιά
—
γλυκόφως
—
εκτέμνω
—
αργορόλευκος
—
κουνουπιδόσουπα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,