|
η 1) смерть (человека); 2) похороны #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово смерть? — θανή как на (ново)греческом будет слово похороны? — θανή как с (ново)греческого переводится слово θανή? — смерть, похороны — αναθρεπτήριον — κομβίον — εκκρεμώ — παρατάσσω — χειραφετώ — ασπριτζής — κοντόπνοος — γαύριασμα — ξεσπάνω — οδηγικός — πωρί — ελεφαντόδοντο — οφιοειδής — κούκκος — υπολογίσιμος — αμερολήπτως — ανθρωπολατρικός — ερωτικός — σημάδευμα — θυσιαστής — στεγνωτήρας |
|||