|
η удар прикладом; δίνω ~ές — бить прикладом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово удар прикладом? — κοντακιά как с (ново)греческого переводится слово κοντακιά? — удар прикладом — αχαρακτήριστος — σκληρυσμένος — εξατομίκευση — τσαγερί — ξεμαλλιάζομαι — κλουβιαίνομαι — σφύζω — αλφαδάκι — τερτσίνα — αναδυόμενος — αρμενιακός — βουτυράπιδο — καλόπαιδο — γυμνασιόπαιδο — ελκωμα — εμβελές — χορομανία — αρμοση — συμπυροβόλησις — βουρλιά — πιστοχρέωση |
|||