Новогреческий словарь
κοντακιά
κοντακιά
η
удар прикладом
;
δίνω ~ές — бить прикладом
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
удар прикладом
? —
κοντακιά
как с
(ново)греческого
переводится слово
κοντακιά
? — удар прикладом
#
(ново)греческий словарь
—
εκχωρήτρια
—
μακαρονισμός
—
αγιαστήρι
—
κατέχω
—
νεώριον
—
κατάταξη
—
βουρβούλιακας
—
ανοίγω
—
κοιλιακά
—
φιλοχρήματος
—
γενηά
—
όναγρος
—
ασφάλτωμα
—
ταύτιση
—
γλισχρότητα
—
Σεβαστούπολη
—
θαλασσοπούλι
—
γαβάθισμα
—
επαγώγιμον
—
καρδιοτονωτικός
—
βατταρίζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω