Новогреческий словарь
χρεοκοπημένος
χρεοκοπημένος
ο
банкрот
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
χρεοκοπημένος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αγοραφοβία
—
μπλε-μαρέν
—
σακχαρουρία
—
προσχέδιο
—
καφετής
—
γλυκομεσημέρι
—
ανεκβίαστος
—
λιανοτράγούδο
—
διάτα
—
φαρδιά
—
αμάλαγος
—
ξεβγαίνω
—
ψυχολογοκρατία
—
ραδιοσκόπος
—
ζημιά
—
εξάμερο
—
ηλεκτροσόκ
—
γλωσσοπλάστρια
—
νεκρόφιλος
—
κοράκι
—
κρεμάω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве