εναγωνίως

формы словаβ
εναγωνίως
:
          σέ περιμένω ~ — [phrase]я жду тебя с нетерпением[/phrase]



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово εναγωνίως? —


ελαφοειδήπρόανοιχτόχρωμοςσωσίβιοςδραχμούλαεμβληματολογίααεραιμίαπολεοδομικήπροστυχοδουλειάρόταρυευθυντήριοςχωρογραφίατραγωδιοποιόςπολιοκόριτσοψαμμώδηςβαοβάβταιριαστόςδιακαήςξεφτισμένοςγουρουνοτσάρουχοκατακαμένος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit