Новогреческий словарь
εναγωνίως
εναγωνίως
:
σέ περιμένω ~ — [phrase]я жду тебя с нетерпением[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εναγωνίως
? —
#
(ново)греческий словарь
—
δημεγερσία
—
θερινός
—
πνευματικά
—
αντικληρικαλισμός
—
καταδεκτικός
—
φυσικοθεραπεία
—
μεταπίπτω
—
καμπάδικος
—
απαλλαγή
—
ανεπροκοπιά
—
δεματαριά
—
επανάκληση
—
εποχλεύς
—
ξεκούραστα
—
ψιλοδουλεμένος
—
ξανανάβω
—
κατοικιό
—
ήθησις
—
ξαργώ
—
ψευδόθυρον
—
γωνιώδης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве