Новогреческий словарь
αλαφροποινίτισσα
αλαφροποινίτισσα
η
понёсшая лёгкое наказание
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
понёсшая лёгкое наказание
? —
αλαφροποινίτισσα
как с
(ново)греческого
переводится слово
αλαφροποινίτισσα
? — понёсшая лёгкое наказание
#
(ново)греческий словарь
—
πικροκαρδισμένος
—
αρμεχτής
—
σφυγμομέτρηση
—
γοργοσβησμένος
—
κρυολογώ
—
κουμπωμένος
—
όλμος
—
μισοκοιμούμαι
—
σομακί
—
αγκυροβολία
—
δωρεοδόχος
—
απορία
—
κοινοκτημοσύνη
—
υπερκαταναλωτισμός
—
εμπροστέλλα
—
οδόντωμο
—
ξύστρο
—
οκτακισχίλιοι
—
αστροβόλημα
—
διολίσθηση
—
παραγράφομαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве