Новогреческий словарь
χρεοκοπώ
χρεοκοπώ
становиться банкротом, обанкротиться
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
χρεοκοπώ
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ιαμβογράφος
—
μπαλαρίνα
—
ξεχασιά
—
χαλάρωμα
—
αντεπιστέλλον
—
μπουρδού
—
σκληρόφυλλος
—
επίφοβα
—
ατσαλένιος
—
διαφορεμένος
—
κατεργάσιμος
—
εγκεφαλογράφημα
—
μονοπάτι
—
ουροφόρος
—
πανεράκι
—
κουβαλητός
—
επισημασμένος
—
ταβλαδόρος
—
αφούρκιστος
—
κατακαημένος
—
νεκροκεφαλή
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве