|
сокращающий, укорачивающий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сокращающий? — επιβραχυντικός как на (ново)греческом будет слово укорачивающий? — επιβραχυντικός как с (ново)греческого переводится слово επιβραχυντικός? — сокращающий, укорачивающий — καταποντίζω — ετέθην — αποκλάδι — ισορρόπηση — γλαυκώδης — ανεκπλήρωτος — καλόγνωμος — διαμένω — περιοδεία — δακτυλήθρα — με — χελώνη — ουτοπικά — ρώ — αμαυρωτής — αναφορά — υδατογόνος — απρόσκοπτος — ομοιοπολικός — αθέσπιστος — γεγωνυία |
|||