Новогреческий словарь
απορράφτω
απορράφτω
(αόρ. απέρραψα)
дошивать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
дошивать
? —
απορράφτω
как с
(ново)греческого
переводится слово
απορράφτω
? — дошивать
#
(ново)греческий словарь
—
πολυτονικός
—
φοβάμαι
—
κολαφίζω
—
θεόκουτος
—
αποθηλασμός
—
διάμετρος
—
αποβλακωμένος
—
ιδιοποιούμαι
—
ευθηναίνω
—
υαλοποιείο
—
κτυποκάρδι
—
κόσμιος
—
διχογνωμώ
—
στηρίζομαι
—
φιλεύω
—
σφοντύλι
—
γλυκούλης
—
ηγεμονεύω
—
μπενζίνο
—
κουνουπιδόσουπα
—
ενυποθηκεύω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве