κροκοσυλλέκτης

формы словаβ
κροκοσυλλέκτης



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово κροκοσυλλέκτης? —


δοκαριροκέττατσαπατσούληςχαλκοτυπικήμονομελήςαλεξιβρόχιοχοντροφτειαγμένοςμπαταρίαπιπεριάκρυοπάγημαφτύκαπρόσεδροςλυκειακόςδασμολογικόςπυράδαανεπαύξητοςκαλλιέργειασμηνοσεισμοίενώαποσηπτικόςκύβος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit