|
пищеварительный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пищеварительный? — πεπτικός как с (ново)греческого переводится слово πεπτικός? — пищеварительный — συγγενής — τετραημερία — σιγαλιά — ανθρωπιστικός — κοσμαγάπητος — ευαγγελίζομαι — αποπαίρνω — συναρπαστικά — ελεημοσύνη — διαβατάρικος — ατμοσίδερο — χαραγή — στροβιλοαντιδραστήρας — έγκλειστος — μαγάρα — οικειοθελώς — γαυρίαμα — πευκιάς — αναλυτής — ζούλισμα — διαστολικός |
|||