Новогреческий словарь
καρχηδονιακός
καρχηδονιακός
карфагенский
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
карфагенский
? —
καρχηδονιακός
как с
(ново)греческого
переводится слово
καρχηδονιακός
? — карфагенский
#
(ново)греческий словарь
—
ομάδα
—
χάρβαλο
—
ποιητικότητα
—
χόρεμα
—
παλληκαρίστικος
—
σταδιομετρία
—
αλαφροφέρνω
—
αφόνευτος
—
δυσηχαγωγός
—
αραμπάς
—
ανεμολόγιο
—
λεξικολογικώς
—
προφυλακτήρας
—
ασπρόκωλος
—
σουρντιστικός
—
εικοσαπλάσιος
—
μίσθωση
—
αφοδεύω
—
ανελικτικός
—
συνεργάτης
—
μεταμέρεια
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве