|
быстрый, ловкий, проворный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово быстрый? — γοργογύριστος как на (ново)греческом будет слово ловкий? — γοργογύριστος как на (ново)греческом будет слово проворный? — γοργογύριστος как с (ново)греческого переводится слово γοργογύριστος? — быстрый, ловкий, проворный — γονιμοποίηση — πάχυνση — ορυζοφάγος — μοναδιαίος — πατρωνυμικό — ωννομανής — δεξιόκωπος — αμβλυωπώ — υπερπροστατεύω — στυγερότητα — ζούμπερο — άπαντα — ελεφαντοστόλιστος — άπταιστος — εκούσιος — θεότητα — λιποταξία — κερδοσκοπώ — αυτοδύναμος — Βουλγαρία — χηνίσιος |
|||