Новогреческий словарь
επιζυγίς
επιζυγίς
(-ίδος) η 1)
прогон
(моста);
2) мор.
бимс
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
прогон
? —
επιζυγίς
как на
(ново)греческом
будет слово
бимс
? —
επιζυγίς
как с
(ново)греческого
переводится слово
επιζυγίς
? — прогон, бимс
#
(ново)греческий словарь
—
γνωριζούμενος
—
κοραστάρα
—
ξερίζωμα
—
εποχή
—
αυτοδιδαχή
—
χέρσωμά
—
δελεαστικότητα
—
κάτοψη
—
έξυσα
—
χολερίνη
—
ανθυποναυπηγός
—
επιθαλάσσιος
—
βουδδισμός
—
αισθητήριο
—
συμφοιτητής
—
εφτακόσιοι
—
άτσαλος
—
απαλόχνουδος
—
αποκοίμιση
—
λοφίσκος
—
δίτερμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,