|
чувствовать недомогание, слабость #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово чувствовать недомогание? — ανημποριάζω как на (ново)греческом будет слово слабость? — ανημποριάζω как с (ново)греческого переводится слово ανημποριάζω? — чувствовать недомогание, слабость — ξεσκόλισμα — υπόσαγμα — διαισθητικότητα — νοτιοδυτικά — αρκώ — αλληλαδέλφια — επιβλητικότητα — μεταπίπτω — καμπουριασμένος — στέρνο — ασφοδήλι — απλανητικός — κιτρινίλα — απόστακτος — μοναρχικά — αλληλοσυλλυπούμαι — σκεπός — διαμαντένιος — πειράζω — υψηλό — οξύς |
|||