Новогреческий словарь
αντεκδικούμαι
αντεκδικούμαι
(κατά)
отомстить, отплатить
(за кого, -что-л.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
отомстить
? —
αντεκδικούμαι
как на
(ново)греческом
будет слово
отплатить
? —
αντεκδικούμαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
αντεκδικούμαι
? — отомстить, отплатить
#
(ново)греческий словарь
—
λεξιλόγιο
—
αιμογλοβίνη
—
μεσόπορτα
—
πιρούνιασμα
—
νεοελληνικά
—
ψευτοφιλία
—
αφού
—
αεροπορικός
—
αναρρηγνύω
—
κορίτσαρος
—
ποιήτρια
—
ψαρότοπος
—
αμυντήριος
—
γκάζι
—
χοντρόφλουδος
—
ανοικειότητα
—
τριήμερο
—
ερυγή
—
μητραλοίας
—
πεζεύγω
—
λιτοδίαιτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве