Новогреческий словарь
κατάλυμα
κατάλυμα
το 1)
ночлег
;
βρίσκω ~ — останавливаться на ночлег
;
2) воен. :
~ (στρατιωτικόν) — постой
;
έχω (или κάνω) ~ — останавливаться на постой
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ночлег
? —
κατάλυμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
κατάλυμα
? — ночлег
#
(ново)греческий словарь
—
ζωοτέχνης
—
δεκατριετής
—
Περσία
—
κανναβούρι
—
φορεμένος
—
φωταγώγηση
—
μεταβατικός
—
κρένω
—
αηδονολαλούσα
—
βολιδοφόρος
—
φιτιλιά
—
φυλλάδιο
—
φυσικοθεραπευτής
—
διάνοιξη
—
αλλότριος
—
ινδικός
—
κούρκα
—
ιμπρεσσιονιστής
—
σπληνιάζω
—
ανάστηθος
—
γαιανθρακόπλινθος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве