|
пиратский; ~ή πράξη — пиратский налёт #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пиратский? — πειρατικός как с (ново)греческого переводится слово πειρατικός? — пиратский — γιδόδρομος — κουτσοδόντης — ραδιούργος — άγρωστις — αυτοκινητίστρια — απανθράκωση — ανθολόγηση — ηλεκτρόνιο — γαλαζόμαυρος — στέκομαι — μαρμαροκόλωνο — άσκιστος — απόκουφος — βαθύνοια — λαχανοφυτεία — τσατίλας — σκεπασμένα — ακουαρέλα — ιρρασιοναλισμός — τροχείον — ανθυποβρυχιακός |
|||