Новогреческий словарь
μουντώνω
μουντώνω
тускнеть, сереть
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
тускнеть
? —
μουντώνω
как на
(ново)греческом
будет слово
сереть
? —
μουντώνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
μουντώνω
? — тускнеть, сереть
#
(ново)греческий словарь
—
επιβατηγός
—
τσικλητάρα
—
πενηντάχρονη
—
επιθηλιακός
—
θεληματικός
—
ανθιβολή
—
καμπή
—
επείγει
—
σκυλοπνίχτης
—
εκκρεμές
—
δυσηχαγωγός
—
αρτόδενδρο
—
διονυσιαστής
—
απόπνιξη
—
φακός
—
πασάς
—
βρογχοφωνία
—
χρυσογελούσα
—
βρουχιούμαι
—
ενδοτικός
—
συγχωρητήριος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,