οστεομυελίτιδα

формы словаβ
οστεομυελίτιδα



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово οστεομυελίτιδα? —


ξιδρώνωμεταφυτευτόςδιαμάχηλεμφατισμόςμεσσιανικάβαρυντικόςπαλιόμουτροεποπτεύωμακροταξιδεύωσυναπτόςβαγιοκλαδίζωπρωθυπουργίαανυπέρβλητοςκλινικώςμονόλιθοςνάρδοςκλασσικιστήςσαφηνιστικόςαυλακώδηςπροσθετόςφεγγαριάζομαι




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit