|
ο юр. авалист #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово авалист? — τριτεγγυητής как с (ново)греческого переводится слово τριτεγγυητής? — авалист — φακωτός — γλυκομίλητος — υπερβατό — χωρικός — αστόχημα — αταραξία — πεσιμιστικά — σκαιότης — σύριγμα — αμυντικότης — εξερεύγομαι — ζημία — καθρεφτιστός — διβάνι — επαπειλώ — παιδούλα — μικροκαμωμένος — εγχελύδιον — χλωροσταφιδίτης — φαρσώνω — ειδησεογραφία |
|||