|
το 1) остаток; τό ~ τής ημέρας — остаток дня; τά ~α — всё остальное; τί ~ έμεινε; — [phrase]сколько осталось?[/phrase]; 2) бухг. сальдо; ενεργητικό ~ — активное сальдо παθητικό ~ — пассивное сальдо #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово остаток? — υπόλοιπο как на (ново)греческом будет слово сальдо? — υπόλοιπο как с (ново)греческого переводится слово υπόλοιπο? — остаток, сальдо — δαντελλάς — ισχνόφωνος — υδροπλανοφόρο — μεγαλείο — πατερίτσα — κτυπητός — προκληροδότημα — προπερισπώ — μαυραγορήτισσα — γιατρίνα — ιλυοδόχη — ημίκοσμο — ντροπαλός — ευτυχώ — σωματομετρία — πρωτοχρονιάτικα — σαχάνι — δίκερος — ντερβένι — μίζα — φυγόδικος |
|||