Новогреческий словарь
υπόλοιπο
υπόλοιπο
το 1)
остаток
;
τό ~ τής ημέρας — остаток дня
;
τά ~α — всё остальное
;
τί ~ έμεινε; — [phrase]сколько осталось?[/phrase]
;
2) бухг.
сальдо
;
ενεργητικό ~ — активное сальдо
παθητικό ~ — пассивное сальдо
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
остаток
? —
υπόλοιπο
как на
(ново)греческом
будет слово
сальдо
? —
υπόλοιπο
как с
(ново)греческого
переводится слово
υπόλοιπο
? — остаток, сальдо
#
(ново)греческий словарь
—
πολυαγαπημένος
—
αστάρι
—
τρατάρω
—
τρισκατάρατος
—
ηλεκτροτεχνικός
—
πειραματόζωο
—
αναγνωσιμότητα
—
ακτινοσκοπώ
—
ξεθηλυκώνω
—
καρυδέλαιο
—
δραστηριότητα
—
κουτρούλης
—
ανευλάβεια
—
δακρυδόχος
—
τηκτός
—
εκτύλιξη
—
ανερμήνευτος
—
καρτερία
—
ευκολομεταχείριστος
—
εμπεποτισμένος
—
αυτονόμηση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве